φαρμακεμπορία

φαρμακεμπορία
η, Ν
εμπόριο φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακεμπορία — η το φαρμακεμπόριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακεμπόριο — το, Ν [φαρμακέμπορος] φαρμακεμπορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”